βέμβιξ — βέμβῑξ , βέμβιξ whipping top fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Vierfleck-Ahlenläufer — Systematik Klasse: Insekten (Insecta) Ordnung … Deutsch Wikipedia
TURBO, INIS — exercitamentum puerile, Graece βέμβιξ, ut ex antiquo Epigr. patet: Οἱ δ᾿ ἄρ ὑπὸ οκυτἀλαισι θοὰς βέμβικας ἔχοντες Ε῎ςτρεφον ἐνρείη παῖδες ενὶ τρίόδῳ. At pueri scytalis ludentes Turbine auctô, Vertebant lato quisque suum in trivio. Nempe lorô… … Hofmann J. Lexicon universale
βεμβικίζω — (Α) [βέμβιξ] περιστρέφω κάτι, το κάνω να περιστρέφεται σαν σβούρα … Dictionary of Greek
βεμβικιώ — βεμβικιῶ ( άω) (Α) [βέμβιξ] περιστρέφομαι σαν σβούρα … Dictionary of Greek
βεμβικώδης — βεμβικώδης, ες (Α) [βέμβιξ] όμοιος με σβούρα … Dictionary of Greek
κώνα — κώνα, ἡ (AM) [κώνος] πίσσα αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «βέμβιξ» … Dictionary of Greek
μπίμπικας — ο 1. εξάνθημα τού προσώπου, σπυρί, σπιθούρι, μπιμπίκι 2. κοινή ονομασία τού δάκου τής ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βέμβιξ «σβούρα, ρόμβος», ενώ κατ άλλους από ιταλ. bimbo «μπέμπης»] … Dictionary of Greek
πέμφιγα — η / πέμφιξ, ιγος, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πομφολύγων στο δέρμα και στους βλεννογόνους αρχ. 1. πνοή, φύσημα 2. ηλιακή ακτίνα ή λάμψη φωτός 3. σταγόνα, ρανίδα 4. νέφος, σύννεφο και, ιδίως, σύννεφο το οποίο … Dictionary of Greek
στρεβλά — ἡ, Α [στρεβλός] (κατά τον Ησύχ.) (ως ερμ. τής λ. βέμβιξ*) η σβούρα … Dictionary of Greek